- ποδιστήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 0-1-0-0-0=1 2 Chr 4,16tripod or footbath→LSJ RSuppl
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ποδιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ μσν. λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών αρχ. 1. μακρύ ένδυμα που μπερδεύεται στα πόδια 2. είδος τρίποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. θερισ τήρ)] … Dictionary of Greek